Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενόγλωσσος η ξενόγλωσση το ξενόγλωσσο
      γενική του ξενόγλωσσου της ξενόγλωσσης του ξενόγλωσσου
    αιτιατική τον ξενόγλωσσο την ξενόγλωσση το ξενόγλωσσο
     κλητική ξενόγλωσσε ξενόγλωσση ξενόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενόγλωσσοι οι ξενόγλωσσες τα ξενόγλωσσα
      γενική των ξενόγλωσσων των ξενόγλωσσων των ξενόγλωσσων
    αιτιατική τους ξενόγλωσσους τις ξενόγλωσσες τα ξενόγλωσσα
     κλητική ξενόγλωσσοι ξενόγλωσσες ξενόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενόγλωσσος < ξενό- + -γλωσσος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kseˈno.ɣlo.sos/

  Επίθετο επεξεργασία

ξενόγλωσσος, -η, -ο

  1. αυτός που μιλάει κάποια ξένη γλώσσα
    στο μουσείο συνάντησα πολλές ομάδες ξενόγλωσσων επισκεπτών
  2. αυτός που εκφράζεται σε ξένη γλώσσα
    ένα ξενόγλωσσο λεξικό είναι πάντοτε χρήσιμο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία