Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενογλωσσία οι ξενογλωσσίες
      γενική της ξενογλωσσίας των ξενογλωσσιών
    αιτιατική την ξενογλωσσία τις ξενογλωσσίες
     κλητική ξενογλωσσία ξενογλωσσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενογλωσσία < ελληνογενής από την αγγλική xenoglossy < ξένος + -γλωσσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενογλωσσία θηλυκό

  1. η γνώση και η χρήση ξένων γλωσσών
  2. υποτιθέμενο παραψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος ομιλεί μια γλώσσα την οποία κανονικά δεν γνωρίζει, συχνά μετά από ύπνωση ή κωματώδη κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία