Δείτε επίσης: ἀλλόγλωσσος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλόγλωσσος η αλλόγλωσση το αλλόγλωσσο
      γενική του αλλόγλωσσου της αλλόγλωσσης του αλλόγλωσσου
    αιτιατική τον αλλόγλωσσο την αλλόγλωσση το αλλόγλωσσο
     κλητική αλλόγλωσσε αλλόγλωσση αλλόγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλόγλωσσοι οι αλλόγλωσσες τα αλλόγλωσσα
      γενική των αλλόγλωσσων των αλλόγλωσσων των αλλόγλωσσων
    αιτιατική τους αλλόγλωσσους τις αλλόγλωσσες τα αλλόγλωσσα
     κλητική αλλόγλωσσοι αλλόγλωσσες αλλόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλλόγλωσσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλλόγλωσσος. Συγχρονικά αναλύεται σε αλλό- + -γλωσσος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈlo.ɣlo.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐λό‐γλωσ‐σος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αλλόγλωσσος, -η, -ο

  1. που μιλάει άλλη, διαφορετική γλώσσα
  2. που είναι γραμμένος σε άλλη, διαφορετική γλώσσα

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία