ξενόγλωσσων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξενόγλωσσων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ξενόγλωσσος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ξενόγλωσσος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ξενόγλωσσος
ξενόγλωσσων