εκβαρβαρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκβαρβαρισμός < εκβαρβαρίζω + -μός < εκ- + βάρβαρος + -ίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκβαρβαρισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βάρβαρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκβαρβαρισμός
|