Ετυμολογία

επεξεργασία
εκβαρβαρίζω < εκ- + βάρβαρος + -ίζω

εκβαρβαρίζω (παθητική φωνή: εκβαρβαρίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία