Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβαρβαρίζω < εκ- + βάρβαρος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκβαρβαρίζω (παθητική φωνή: εκβαρβαρίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία