εκβαρβαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκβαρβαρίζω (παθητική φωνή: εκβαρβαρίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εκβαρβαρισμός
- → δείτε τη λέξη βάρβαρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβαρβαρίζω | εκβαρβάριζα | θα εκβαρβαρίζω | να εκβαρβαρίζω | εκβαρβαρίζοντας | |
β' ενικ. | εκβαρβαρίζεις | εκβαρβάριζες | θα εκβαρβαρίζεις | να εκβαρβαρίζεις | εκβαρβάριζε | |
γ' ενικ. | εκβαρβαρίζει | εκβαρβάριζε | θα εκβαρβαρίζει | να εκβαρβαρίζει | ||
α' πληθ. | εκβαρβαρίζουμε | εκβαρβαρίζαμε | θα εκβαρβαρίζουμε | να εκβαρβαρίζουμε | ||
β' πληθ. | εκβαρβαρίζετε | εκβαρβαρίζατε | θα εκβαρβαρίζετε | να εκβαρβαρίζετε | εκβαρβαρίζετε | |
γ' πληθ. | εκβαρβαρίζουν(ε) | εκβαρβάριζαν εκβαρβαρίζαν(ε) |
θα εκβαρβαρίζουν(ε) | να εκβαρβαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβαρβάρισα | θα εκβαρβαρίσω | να εκβαρβαρίσω | εκβαρβαρίσει | ||
β' ενικ. | εκβαρβάρισες | θα εκβαρβαρίσεις | να εκβαρβαρίσεις | εκβαρβάρισε | ||
γ' ενικ. | εκβαρβάρισε | θα εκβαρβαρίσει | να εκβαρβαρίσει | |||
α' πληθ. | εκβαρβαρίσαμε | θα εκβαρβαρίσουμε | να εκβαρβαρίσουμε | |||
β' πληθ. | εκβαρβαρίσατε | θα εκβαρβαρίσετε | να εκβαρβαρίσετε | εκβαρβαρίστε | ||
γ' πληθ. | εκβαρβάρισαν εκβαρβαρίσαν(ε) |
θα εκβαρβαρίσουν(ε) | να εκβαρβαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκβαρβαρίσει | είχα εκβαρβαρίσει | θα έχω εκβαρβαρίσει | να έχω εκβαρβαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκβαρβαρίσει | είχες εκβαρβαρίσει | θα έχεις εκβαρβαρίσει | να έχεις εκβαρβαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκβαρβαρίσει | είχε εκβαρβαρίσει | θα έχει εκβαρβαρίσει | να έχει εκβαρβαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβαρβαρίσει | είχαμε εκβαρβαρίσει | θα έχουμε εκβαρβαρίσει | να έχουμε εκβαρβαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκβαρβαρίσει | είχατε εκβαρβαρίσει | θα έχετε εκβαρβαρίσει | να έχετε εκβαρβαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβαρβαρίσει | είχαν εκβαρβαρίσει | θα έχουν εκβαρβαρίσει | να έχουν εκβαρβαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκβαρβαρίζω
|