ανορθογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανορθογραφία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνορθογραφία (μαρτυρείται από το 1871).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ορθογραφία < ορθο- + -γραφία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.noɾ.θo.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νορ‐θο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανορθογραφία θηλυκό
- το ορθογραφικό λάθος
- η ιδιότητα του ανορθόγραφου
- (μεταφορικά) κάτι αταίριαστο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ορθογραφία, ορθός και γραφή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ανορθογραφία (για λάθη ορθογραφίας)
- βαρβαρισμός (για λάθη γραμματικής)
- μαργαριτάρι
- λάθος εκ παραδρομής, γλωσσικό ολίσθημα, lapsus
- σαρδάμ (για μπέρδεμα προφοράς)
- σολοικισμός (για λάθη συντακτικού)
- γλώσσα λανθάνουσα
- υπερδιόρθωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανορθογραφία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 91, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- ανορθογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανορθογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανορθογραφία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας