↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ολίσθημα τα ολισθήματα
      γενική του ολισθήματος των ολισθημάτων
    αιτιατική το ολίσθημα τα ολισθήματα
     κλητική ολίσθημα ολισθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολίσθημα < ολισθαίνω < ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ολίσθημα ουδέτερο

  • το ανεπίτρεπτο σφάλμα
γλωσσικό ολίσθημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία