slip
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
slip | slips |
slip (en)
- (ενδυμασία) κομπινεζόν
- (μεταφορικά) το ολίσθημα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | slip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slips |
αόριστος | slipped |
παθητική μετοχή | slipped |
ενεργητική μετοχή | slipping |
slip (en)
- (αμετάβατο) γλιστράω σε μικρή απόσταση τυχαία, ώστε να πέσω ή σχεδόν να πέσω
- (μεταβατικό) ρίχνω, βάζω κάτι κάπου γρήγορα, ήσυχα ή κρυφά
- ↪ Stop by and slip this card into the mailbox.
- Πετάξου και ρίξε αυτή την κάρτα στο γραμματοκιβώτιο.
- ↪ Stop by and slip this card into the mailbox.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ρίχνω, βάζω ρούχα ή τα βγάζω γρήγορα και εύκολα
- ↪ She slipped on/into her nightgown and ran out.
- Πέρασε/έβαλε το νυχτικό της κι έτρεξε έξω.
- ↪ He slipped a ring on her finger.
- Της πέρασε ένα δαχτυλίδι.
- ↪ She slipped on a gown.
- Έριξε πάνω της μια ρόμπα.
- ↪ Slip a shawl over your shoulders.
- Ρίξε ένα σάλι στους ώμους σου.
- ↪ She slipped off her gown quickly and…
- Έβγαλε τη ρόμπα της γρήγορα και…
- ↪ She slipped on/into her nightgown and ran out.
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- slip (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153, 161, 193, 620, 692-695, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω, βγάζω, γλιστρώ, ολίσθημα, περνώ, ρίχνω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
slip | slips |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαslip (fr) αρσενικό