Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
slip slips

slip (en)

  1. (ενδυμασία) κομπινεζόν
  2. (μεταφορικά) το ολίσθημα
    a slip of the tongue - ολίσθημα της γλώσσας
     συνώνυμα: slip-up, → και δείτε τη λέξη mistake
ενεστώτας slip
γ΄ ενικό ενεστώτα slips
αόριστος slipped
παθητική μετοχή slipped
ενεργητική μετοχή slipping

slip (en)

  1. (αμετάβατο) γλιστράω σε μικρή απόσταση τυχαία, ώστε να πέσω ή σχεδόν να πέσω
    He slipped on the ice and broke his leg.
    Γλίστρησε στον πάγο κι έσπασε το πόδι του.
     συνώνυμα: slide
  2. (μεταβατικό) ρίχνω, βάζω κάτι κάπου γρήγορα, ήσυχα ή κρυφά
    Stop by and slip this card into the mailbox.
    Πετάξου και ρίξε αυτή την κάρτα στο γραμματοκιβώτιο.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ρίχνω, βάζω ρούχα ή τα βγάζω γρήγορα και εύκολα
    She slipped on/into her nightgown and ran out.
    Πέρασε/έβαλε το νυχτικό της κι έτρεξε έξω.
    He slipped a ring on her finger.
    Της πέρασε ένα δαχτυλίδι.
    She slipped on a gown.
    Έριξε πάνω της μια ρόμπα.
    Slip a shawl over your shoulders.
    Ρίξε ένα σάλι στους ώμους σου.
    She slipped off her gown quickly and…
    Έβγαλε τη ρόμπα της γρήγορα και…

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
slip slips

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

slip (fr) αρσενικό