Ετυμολογία

επεξεργασία
let slip < → δείτε τις λέξεις let και slip

  Έκφραση

επεξεργασία

let slip (en)

  • (ιδιωματισμός) αφήνω να περάσει κάτι, χάνω ή αποτυγχάνω να χρησιμοποιήσω μια ευκαιρία
    ⮡  I let an opportunity slip (by).
    Αφήνω να περάσει μια ευκαιρία.