ολισθηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολισθηρότητα < ὀλισθηρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολισθηρότητα θηλυκό (ο πληθυντικός δύσχρηστος)
- η ιδιότητα του ολισθηρού, η ιδιότητα μιας επιφάνειας να είναι λεία και σαν γυαλί ή επιστρωμένη με λιπαρή ουσία και να κάνει οχήματα ή πεζούς να γλιστρούν, να ολισθαίνουν επάνω της
- η ολισθηρότητα του οδοστρώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολισθηρότητα