↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σολοικισμός οι σολοικισμοί
      γενική του σολοικισμού των σολοικισμών
    αιτιατική τον σολοικισμό τους σολοικισμούς
     κλητική σολοικισμέ σολοικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σολοικισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σολοικισμός [1] < σολοικίζω < σόλοικος < Σόλοι, πόλη της Κιλικίας, όπου η ελληνική μιλιόταν με ξένες επιδράσεις και παραφθαρμένα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /so.li.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐λοι‐κι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σολοικισμός αρσενικό

  • το συντακτικό ή εκφραστικό λάθος, η λανθασμένη χρησιμοποίηση συντακτικών μορφών της γλώσσας στον προφορικό ή το γραπτό λόγο
    παραδείγματα σολοικισμού: *«όσο αναφορά» το θέμα αυτό - αντί: όσον αφορά το θέμα αυτό, *«υπέρ του μηδενός» αντί: πάνω από το μηδέν
    → δείτε  βαρβαρισμός αφορά λανθασμένες μορφές της γλώσσας, πχ. : Το αρεοπλάνο.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Όροι για τα λάθη στον λόγο:

και

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία