↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σόλοικος η σόλοικη το σόλοικο
      γενική του σόλοικου της σόλοικης του σόλοικου
    αιτιατική τον σόλοικο τη σόλοικη το σόλοικο
     κλητική σόλοικε σόλοικη σόλοικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σόλοικοι οι σόλοικες τα σόλοικα
      γενική των σόλοικων των σόλοικων των σόλοικων
    αιτιατική τους σόλοικους τις σόλοικες τα σόλοικα
     κλητική σόλοικοι σόλοικες σόλοικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σόλοικος < αρχαία ελληνική σόλοικος < Σόλοι[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈso.li.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σό‐λοι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

σόλοικος

  1. (λόγιο) λανθασμένος (για ό,τι αφορά τη χρήση της γλώσσας, κυρίως συντακτικά)
  2. (μεταφορικά) ανάρμοστος, άπρεπος
    ⮡ αυτό που έκανες ήταν πολύ σόλοικο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. αθηναϊκή αποικία της Κιλικίας, της οποίας οι κάτοικοι ήταν γνωστοί για την κακή χρήση της ελληνικής γλώσσας (γλωσσικοί βαρβαρισμοί)