Ετυμολογία

επεξεργασία
σολοικίζω < αρχαία ελληνική σολοικίζω < σόλοικος

σολοικίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • πέφτω σε σολοικισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία