solécisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- solécisme < λατινικά soloecismus.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sɔ.le.sism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
solécisme | solécismes |
solécisme (fr) αρσενικό
- ο σολοικισμός
- « je suis été » pour « je suis allé » est un solécisme.