Ετυμολογία

επεξεργασία
solécisme < λατινικά soloecismus.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɔ.le.sism/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
solécisme solécismes

solécisme (fr) αρσενικό

  1. ο σολοικισμός
    « je suis été » pour « je suis allé » est un solécisme.

Δείτε επίσης

επεξεργασία