Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρδάμ < πιθανόν[1] αναγραμματισμός του επωνύμου του ηθοποιού και σκηνοθέτη Αχιλλέα Μαδρά (1875-1972)[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρδάμ ουδέτερο άκλιτο

  • η λανθασμένη εκφορά λέξεων από έναν ομιλητή, κατά την οποία προφέρει λέξεις που δεν υπάρχουν -δημιουργώντας τις συνήθως από αναγραμματισμό των λέξεων που θέλει να πει- ή χρησιμοποιεί άλλες αντ' άλλων
    ※  Το σαρδάμ δεν πέρασε απαρατήρητο: Ο Γ. Παπακωνσταντίνου στη ροή του λόγου μπέρδεψε τις λέξεις «συγκάλεσα» και «συγκάλυψα». Αυτό προκάλεσε κι άλλα σχόλια. [3]

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Όροι για τα λάθη στον λόγο:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σαρδάμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Εφημερίδα «Το Βήμα»