Ουσιαστικό

επεξεργασία

fluff (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το χνούδι, ίνες από βαμβάκι ή μαλλί που ξεχωρίζουν στην επιφάνεια του υφάσματος
    ⮡  a sweater that sheds a lot of fluff - πουλόβερ που βγάζει πολύ χνούδι
     συνώνυμα: lint
  2. το χνούδι, λεπτό τρίχωμα που καλύπτει την επιφάνεια του δέρματος ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών
    ⮡  a bit of fluff - ένα χνούδι
ενεστώτας fluff
γ΄ ενικό ενεστώτα fluffs
αόριστος fluffed
παθητική μετοχή fluffed
ενεργητική μετοχή fluffing

fluff (en)

  • φουσκώνω κάτι τινάζοντας το
    ⮡  I fluffed (up/out) the pillow.
    Φούσκωσα το μαξιλάρι.