παραθετικά
θετικός fluffy
συγκριτικός fluffier
υπερθετικός fluffiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fluffy < fluff + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

fluffy (en)

  1. χνουδωτός, που είναι καλυμμένος με χνούδι
    ⮡  a fluffy dog - χνουδωτός σκύλος
  2. αφράτος, για φαγητό που είναι μαλακό, ελαφρύ και περιέχει αέρα
    ⮡  fluffy bread - αφράτο ψωμί
  3. αφράτος, για κάτι που φαίνεται να είναι μαλακό και ελαφρύ
    ⮡  fluffy snow/cotton - αφράτο χιόνι/βαμβάκι
    ⮡  a fluffy mattress - αφράτο στρώμα
  4. ανόητος, επιπόλαιος