fluffy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fluffy |
συγκριτικός | fluffier |
υπερθετικός | fluffiest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfluffy (en)
- χνουδωτός, που είναι καλυμμένος με χνούδι
- ⮡ a fluffy dog - χνουδωτός σκύλος
- αφράτος, για φαγητό που είναι μαλακό, ελαφρύ και περιέχει αέρα
- ⮡ fluffy bread - αφράτο ψωμί
- αφράτος, για κάτι που φαίνεται να είναι μαλακό και ελαφρύ
- ⮡ fluffy snow/cotton - αφράτο χιόνι/βαμβάκι
- ⮡ a fluffy mattress - αφράτο στρώμα
- ανόητος, επιπόλαιος