χνουδωτός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xnu.ðoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χνου‐δω‐τός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
χνουδωτός, -ή, -ό
- που είναι καλυμμένος με χνούδι, που έχει επιφάνεια σκεπασμένη με χνούδι, εμφάνιση ή υφή όμοια με του χνουδιού
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
επίσης:
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χνούδι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χνουδωτός
|