Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χνουδερός η χνουδερή το χνουδερό
      γενική του χνουδερού της χνουδερής του χνουδερού
    αιτιατική τον χνουδερό τη χνουδερή το χνουδερό
     κλητική χνουδερέ χνουδερή χνουδερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χνουδεροί οι χνουδερές τα χνουδερά
      γενική των χνουδερών των χνουδερών των χνουδερών
    αιτιατική τους χνουδερούς τις χνουδερές τα χνουδερά
     κλητική χνουδεροί χνουδερές χνουδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χνουδερός < χνούδ(ι) + -ερός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xnu.ðeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χνου‐δε‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

χνουδερός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία