Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

garble (en)

  • διαστρέφω πληροφορία, λέξη, μήνυμα κτλ. - μασάω, μπουρδουκλώνω

Συγγενικά επεξεργασία