ανορθογράφητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανορθογράφητος < ανορθογραφώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανορθογράφητος
- που είναι γραμμένος ανορθόγραφα
- που κάνει ορθογραφικά λάθη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανορθογράφητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία που είναι γραμμένος ανορθόγραφα
που κάνει ορθογραφικά λάθη