Ετυμολογία

επεξεργασία

τραγουδάω/τραγουδώ, αόρ.: τραγούδησα, παθ.φωνή: τραγουδιέμαι, π.αόρ.: τραγουδήθηκα, μτχ.π.π.: τραγουδισμένος

  1. αρθρώνω λέξεις ή ήχους με ορισμένο ρυθμό και αλλαγές στη συχνότητα του ήχου, ακολουθώ μια μελωδία
     συνώνυμα: άδω, μέλπω, ψάλλω
  2. (για πουλιά) κελαηδώ, παράγω ευχάριστους και μελωδικούς ήχους

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία