Ετυμολογία

επεξεργασία
τραγουδάω < τραγουδ(ώ) + άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τραγουδῶ < αρχαία ελληνική τραγῳδέω / τραγῳδῶ < τράγος + ᾄδω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾa.ɣuˈða.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐γου‐δά‐ω

τραγουδάω/τραγουδώ, αόρ.: τραγούδησα, παθ.φωνή: τραγουδιέμαι, π.αόρ.: τραγουδήθηκα, μτχ.π.π.: τραγουδισμένος

  1. αρθρώνω λέξεις ή ήχους με ορισμένο ρυθμό και αλλαγές στη συχνότητα του ήχου, ακολουθώ μια μελωδία
     συνώνυμα: άδω, μέλπω, ψάλλω
  2. (για πουλιά) κελαηδώ, παράγω ευχάριστους και μελωδικούς ήχους

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις τραγωδός, τράγος και άδω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία