τραγουδοποιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραγουδοποιός < τραγούδ(ι) + -ο- + -ποιός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραγουδοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που συνθέτει τραγούδια και συχνά τα τραγουδάει ο ίδιος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραγουδοποιός