Δείτε επίσης: Μέλπω

Ετυμολογία

επεξεργασία

μέλπω, πρτ.: έμελπα, αόρ.: έμελψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα