μέλπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέλπω < αρχαία ελληνική μέλπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmel.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέλ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίαμέλπω, πρτ.: έμελπα, αόρ.: έμελψα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές) τραγουδώ
- ※ Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους. - ※ Ήταν το Ριζικό, πού έμελπε το μεγάλο τραγούδι...
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956
- ※ Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μέλπω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μέλπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.