Μέλπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μέλπω | ||
γενική | της | Μέλπως | ||
αιτιατική | τη | Μέλπω | ||
κλητική | Μέλπω | |||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μέλπω < Μελπομένη, κατάληξη -ω• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μέλπω θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μέλπω
→ δείτε τη λέξη Μελπομένη |