Δείτε επίσης: μέλπω, Μελπώ
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μέλπω
      γενική της Μέλπως
    αιτιατική τη Μέλπω
     κλητική Μέλπω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μέλπω < Μελπομένη, κατάληξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmel.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέλ‐πω

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μέλπω θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία