Μελπομένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μελπομένη | οι | Μελπομένες |
γενική | της | Μελπομένης | — | |
αιτιατική | τη | Μελπομένη | τις | Μελπομένες |
κλητική | Μελπομένη | Μελπομένες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μελπομένη αρχαία ελληνική Μελπομένη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mel.poˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μελ‐πο‐μέ‐νη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελπομένη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) όνομα μούσας → δείτε τη λέξη Μελπομένη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μελπομένη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Μελπομένη | αἱ | Μελπομέναι |
γενική | τῆς | Μελπομένης | τῶν | Μελπομενῶν |
δοτική | τῇ | Μελπομένῃ | ταῖς | Μελπομέναις |
αιτιατική | τὴν | Μελπομένην | τὰς | Μελπομένᾱς |
κλητική ὦ! | Μελπομένη | Μελπομέναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μελπομένᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μελπομέναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μελπομένη < ? του μέλπω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελπομένη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, προστάτιδα του τραγουδιού και αργότερα της τραγωδίας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μελπομένη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μελπομένη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.