πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μελπομένη αἱ Μελπομέναι
      γενική τῆς Μελπομένης τῶν Μελπομενῶν
      δοτική τῇ Μελπομέν ταῖς Μελπομέναις
    αιτιατική τὴν Μελπομένην τὰς Μελπομένᾱς
     κλητική ! Μελπομένη Μελπομέναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μελπομέν
γεν-δοτ τοῖν  Μελπομέναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Μελπομένη <  ? του μέλπω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μελπομένη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, προστάτιδα του τραγουδιού και αργότερα της τραγωδίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία