↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγουδισμένος η τραγουδισμένη το τραγουδισμένο
      γενική του τραγουδισμένου της τραγουδισμένης του τραγουδισμένου
    αιτιατική τον τραγουδισμένο την τραγουδισμένη το τραγουδισμένο
     κλητική τραγουδισμένε τραγουδισμένη τραγουδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγουδισμένοι οι τραγουδισμένες τα τραγουδισμένα
      γενική των τραγουδισμένων των τραγουδισμένων των τραγουδισμένων
    αιτιατική τους τραγουδισμένους τις τραγουδισμένες τα τραγουδισμένα
     κλητική τραγουδισμένοι τραγουδισμένες τραγουδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραγουδισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τραγουδάω / τραγουδώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾa.ɣu.ðiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐γου‐δι‐σμέ‐νος

τραγουδισμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που τον έχουν τραγουδήσει
  2. που τον έχουν εξυμνήσει με ποιήματα, τραγούδια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία