κελαηδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κελαηδώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κελαδῶ, συνηρημένος τύπος του κελαδέω (βγάζω δυνατό ήχο). Η σημασία «τραγουδάω», μεσαιωνική.[1]
- Ο Μπαμπινιώτης στο Λεξικό του[2] προκρίνει τις γραφές με ιώτα -ι- και θεωρεί τις γραφές με -η- παρετυμολογική επίδραση από τη λέξη αηδόνι, αλλά στο Ετυμολογικό Λεξικό του[3] το λήμμα είναι κελαηδώ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.lai̯ˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐λαϊ‐δώ
Ρήμα
επεξεργασίακελαηδώ/κελαηδάω, πρτ.: κελαηδούσα/κελάηδαγα, αόρ.: κελάηδησα (χωρίς παθητική φωνή)
- κελαηδώ ή κελαηδάω
- παράγω ήχους μελωδικούς, τραγουδώ (για πουλιά)
- ※ Ξημέρωσε ο Θεός την ήμερα και τα πουλάκια άρχισαν να πετούν και να κελαηδούν στα δέντρα του βασιλικού περιβολιού. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η κακή αδερφή)
- (μεταφορικά) μιλάω συνεχώς, φλυαρώ
- ※ Το ωραίο σωματάκι της, / όταν μπαίνω σπίτι της, / κελαηδάει / σαν να ήτανε καμπαναριό (Γιώργος Σαραντάρης, Το ωραίο σωματάκι της)
- παράγω ήχους μελωδικούς, τραγουδώ (για πουλιά)
- κελαηδάω
- (λαϊκότροπο) μαρτυρώ, ομολογώ μετά από πίεση
- ※ Ο πράκτορας που «κελάηδησε» (* εφημερίδα Το Βήμα)
- (λαϊκότροπο) μαρτυρώ, ομολογώ μετά από πίεση
Άλλες γραφές
επεξεργασία- κελαϊδάω, κελαϊδώ (δείτε την Ετυμολογία)
Συγγενικά
επεξεργασία- κελαηδιστός
- → δείτε τη λέξη κελάηδημα
Σύνθετα:
Κλίση
επεξεργασίαΚαι παρατατικός: κελάηδαγα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κελαηδάω - κελαηδώ | κελαηδούσα | θα κελαηδάω - κελαηδώ | να κελαηδάω - κελαηδώ | κελαηδώντας | |
β' ενικ. | κελαηδάς | κελαηδούσες | θα κελαηδάς | να κελαηδάς | κελάηδα, κελάηδαγε | |
γ' ενικ. | κελαηδάει - κελαηδά | κελαηδούσε | θα κελαηδάει - κελαηδά | να κελαηδάει - κελαηδά | ||
α' πληθ. | κελαηδάμε - κελαηδούμε | κελαηδούσαμε | θα κελαηδάμε - κελαηδούμε | να κελαηδάμε - κελαηδούμε | ||
β' πληθ. | κελαηδάτε | κελαηδούσατε | θα κελαηδάτε | να κελαηδάτε | κελαηδάτε | |
γ' πληθ. | κελαηδάν(ε) - κελαηδούν(ε) | κελαηδούσαν(ε) | θα κελαηδάν(ε) - κελαηδούν(ε) | να κελαηδάν(ε) - κελαηδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κελάηδησα | θα κελαηδήσω | να κελαηδήσω | κελαηδήσει | ||
β' ενικ. | κελάηδησες | θα κελαηδήσεις | να κελαηδήσεις | κελάηδα, κελάηδησε | ||
γ' ενικ. | κελάηδησε | θα κελαηδήσει | να κελαηδήσει | |||
α' πληθ. | κελαηδήσαμε | θα κελαηδήσουμε | να κελαηδήσουμε | |||
β' πληθ. | κελαηδήσατε | θα κελαηδήσετε | να κελαηδήσετε | κελαηδήστε | ||
γ' πληθ. | κελάηδησαν κελαηδήσαν(ε) |
θα κελαηδήσουν(ε) | να κελαηδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κελαηδήσει | είχα κελαηδήσει | θα έχω κελαηδήσει | να έχω κελαηδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κελαηδήσει | είχες κελαηδήσει | θα έχεις κελαηδήσει | να έχεις κελαηδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κελαηδήσει | είχε κελαηδήσει | θα έχει κελαηδήσει | να έχει κελαηδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κελαηδήσει | είχαμε κελαηδήσει | θα έχουμε κελαηδήσει | να έχουμε κελαηδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κελαηδήσει | είχατε κελαηδήσει | θα έχετε κελαηδήσει | να έχετε κελαηδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κελαηδήσει | είχαν κελαηδήσει | θα έχουν κελαηδήσει | να έχουν κελαηδήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κελαηδώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.