chirp
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | chirp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chirps |
αόριστος | chirped |
παθητική μετοχή | chirped |
ενεργητική μετοχή | chirping |
chirp (en)
ενεστώτας | chirp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chirps |
αόριστος | chirped |
παθητική μετοχή | chirped |
ενεργητική μετοχή | chirping |
chirp (en)