Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chirp chirps

chirp (en)

  1. το τιτίβισμα, τσιριχτό και σύντομο κελάηδημα
  2. (νοτιοαφρικανικό) μιλώ αποδοκιμαστικά σε κάποιον (άμεσα/ευθέως/μπροστά του)
ενεστώτας chirp
γ΄ ενικό ενεστώτα chirps
αόριστος chirped
παθητική μετοχή chirped
ενεργητική μετοχή chirping

chirp (en)

  • (αμετάβατο) τιτιβίζω, κελαηδώ, για μικρά πουλιά και μερικά έντομα που παράγουν κοφτούς υψίσυχνους ήχους
    ⮡  Thousands of birds are chirping in the forest.
    Χιλιάδες πουλιά τιτιβίζουν στο δάσος.
    ⮡  The birds were chirping up in the trees.
    Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα.