↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράφωνος η παράφωνη το παράφωνο
      γενική του παράφωνου της παράφωνης του παράφωνου
    αιτιατική τον παράφωνο την παράφωνη το παράφωνο
     κλητική παράφωνε παράφωνη παράφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράφωνοι οι παράφωνες τα παράφωνα
      γενική των παράφωνων των παράφωνων των παράφωνων
    αιτιατική τους παράφωνους τις παράφωνες τα παράφωνα
     κλητική παράφωνοι παράφωνες παράφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράφωνος < παραφων(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός). Διαφορετικό το ελληνιστικό παράφωνος (που βρίσκεται δίπλα σε ήχο δημιουργώντας συγχορδία) [1] Μορφολογικά, παρά- + -φωνος.

  Επίθετο

επεξεργασία

παράφωνος, -η, -ο

  1. (μουσική)
    1. (για μουσικό ήχο) που είναι λανθασμένος, που δεν ταιριάζει στη μουσική αρμονία
    2. (για άνθρωπο) που τραγουδάει με τονικά λάθη
     συνώνυμα: παράτονος, φάλτσος, παράχορδος, δυσαρμονικός
  2. (μεταφορικά) που είναι σε ασυμφωνία με το περιβάλλον του
     συνώνυμα: δυσαρμονικός, ασύμφωνος, παράταιρος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρά και φωνή

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράφωνος τὸ παράφωνον
      γενική τοῦ/τῆς παραφώνου τοῦ παραφώνου
      δοτική τῷ/τῇ παραφών τῷ παραφών
    αιτιατική τὸν/τὴν παράφωνον τὸ παράφωνον
     κλητική ! παράφωνε παράφωνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράφωνοι τὰ παράφων
      γενική τῶν παραφώνων τῶν παραφώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς παραφώνοις τοῖς παραφώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παραφώνους τὰ παράφων
     κλητική ! παράφωνοι παράφων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραφώνω τὼ παραφώνω
      γεν-δοτ τοῖν παραφώνοιν τοῖν παραφώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράφωνος < παρά- + -φωνος (κυριολεκτικά: δίπλα στη φωνή, δίπλα σε άλλον ήχο)

  Επίθετο

επεξεργασία

παράφωνος, -ος, -ον

  • (ελληνιστική κοινή , μουσική)
    1. που ηχεί μαζί με άλλον ή δίπλα σε άλλον φθόγγο, δημιουργώντας καλόηχη αρμονία
      ※  3ος αιώνας κε Λογγῖνος (Dionysius Longinus) -αποδίδεται-, Περὶ ὕψους (de Sublimitate), 28.1. στο Dionysius Longinus de Sublimitate, Weidmann. et Reichii, 1769 σελ.156@books.google & στο Roberts, William Rhys (Ed.) Cambridge: Cambridge University Press, 1907.@scaife.perseus
      ὡς γὰρ ἐν μουσικῇ διὰ τῶν παραφώνων καλουμένων ὁ κύριος φθόγγος ἡδίων ἀποτελεῖται, οὕτως ἡ περίφρασις πολλάκις συμφθέγγεται τῇ κυριολογίᾳ καὶ εἰς κόσμον ἐπὶ πολὺ συνηχεῖ, […]
      λείπει η μετάφραση
    2. χαρακτηρισμός φθόγγων που συγκροτούν διάστημα είτε σύμφωνο, είτε διάφωνο, αλλά ακούγονται σαν σύμφωνοι
      ※  2ος αιώνας κε Γαυδέντιος (Gaudentius), Ἁρμονική Εἰσαγωγή, 8, 9 στο Jan, Karl von (1895) Musici scriptores graeci, Lipsiae: in aedibus B. G. Teubneri σελ.337@archive.org
      τῶν δὲ ἐμμελῶν φθόγγων, οἱ μέν εἰσιν ὁμόφωνοι, οἱ δὲ σύμφωνοι, οἱ δὲ διάφωνοι, οἱ δὲ παράφωνοι. […]
      […] παράφωνοι δὲ οἱ μέσοι μὲν συμφώνου καὶ διαφώνου, ἐν δὲ τῇ κρούσει φαινόμενοι σύμφωνοι· ὥσπερ ἐπὶ τριῶν τόνων φαίνεται ἀπὸ παρυπάτης* μέσων ἐπὶ παραμέσην καὶ ἐπὶ δύο τόνων ἀπὸ μέσων διατόνου** ἐπὶ παραμέσην.
      * παρυπάτη μέσων - παραμέση (π.χ. η απόσταση από τον φθόγγο φα ως το σι: τρείς τόνοι)
      * μέσων διατόνου εννοείται ο λιχανός) - παραμέση (π.χ. η απόσταση από τον φθόγγο σολ ως το σι: δύο τόνοι)
      Εδώ, ο Γαυδέντιος θεωρεί το τρίτονο αλλά και το δίτονο, διάφωνα (παραφωνία) [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρά και φωνή

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «paraphonia, paraphonoi phthongoi» & «Gaudentius the Philiospher» - Michaelides, Solon (Μιχαηλίδης, Σόλων). The Music of Ancient Greece. An Encyclopaedia. [Η Μουσική της Αρχαίας Ελλάδας.] (στα αγγλικά) Λονδίνο: Faber and Faber, 1978. ISBN: 0 571 10021 X.