↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τονικός η τονική το τονικό
      γενική του τονικού της τονικής του τονικού
    αιτιατική τον τονικό την τονική το τονικό
     κλητική τονικέ τονική τονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τονικοί οι τονικές τα τονικά
      γενική των τονικών των τονικών των τονικών
    αιτιατική τους τονικούς τις τονικές τα τονικά
     κλητική τονικοί τονικές τονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τονικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τονικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tonal, tonique < λατινική tonicus < ελληνιστική κοινή τονικός. Μορφολογικά αναλύεται σε τόν(ος) + -ικός
(τόνος μυών) < (λόγιο δάνειο) γαλλική tonique[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /to.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

τονικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τον τόνο:
    1. των λέξεων
      ⮡ τονικός κανόνας
    2. της μουσικής
       αντώνυμα: ατονικός
      ⮡ τονική ισότητα
  2. που αναφέρεται στον τόνο των μυών
    ⮡ τονικός σπασμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία