πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τονικός η τονική το τονικό
      γενική του τονικού της τονικής του τονικού
    αιτιατική τον τονικό την τονική το τονικό
     κλητική τονικέ τονική τονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τονικοί οι τονικές τα τονικά
      γενική των τονικών των τονικών των τονικών
    αιτιατική τους τονικούς τις τονικές τα τονικά
     κλητική τονικοί τονικές τονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

τονικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τον τόνο:
    1. των λέξεων
      παράδειγμα τονικός κανόνας
    2. της μουσικής
       αντώνυμα: ατονικός
      παράδειγμα τονική ισότητα
  2. που αναφέρεται στον τόνο των μυών
    παράδειγμα τονικός σπασμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία