ατονικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ατονικός | η | ατονική | το | ατονικό |
γενική | του | ατονικού | της | ατονικής | του | ατονικού |
αιτιατική | τον | ατονικό | την | ατονική | το | ατονικό |
κλητική | ατονικέ | ατονική | ατονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ατονικοί | οι | ατονικές | τα | ατονικά |
γενική | των | ατονικών | των | ατονικών | των | ατονικών |
αιτιατική | τους | ατονικούς | τις | ατονικές | τα | ατονικά |
κλητική | ατονικοί | ατονικές | ατονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατονικός (1,2) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atonique < atonie < αρχαία ελληνική ἀτονία
- ατονικός (3,4) < α- + τονικός (4.μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atonal)
Επίθετο
επεξεργασίαατονικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ατονία, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί
- που υποφέρει από ατονία, από αδυναμία
- (γραμματική) που δεν τονίζει τις λέξεις
- (μουσική) που το έχουν συνθέσει με το σύστημα της ατονικότητας, χωρίς δηλαδή κάποιο συγκεκριμένο τονικό κέντρο
Συγγενικά
επεξεργασία- ατονικότητα
- → δείτε τις λέξεις τονικός και τόνος