Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.tɔ.nik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
atonique atoniques

atonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό