παράχορδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράχορδος < ελληνιστική κοινή παράχορδος < αρχαία ελληνική παρά + χορδή
Επίθετο επεξεργασία
παράχορδος
- που έχει παραχθεί από τη λάθος χορδή και, ως εκ τούτου, παράφωνος, παράτονος
- που έχει κουρδιστεί λανθασμένα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράχορδος
|