↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκούρντιστος η ξεκούρντιστη το ξεκούρντιστο
      γενική του ξεκούρντιστου της ξεκούρντιστης του ξεκούρντιστου
    αιτιατική τον ξεκούρντιστο την ξεκούρντιστη το ξεκούρντιστο
     κλητική ξεκούρντιστε ξεκούρντιστη ξεκούρντιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκούρντιστοι οι ξεκούρντιστες τα ξεκούρντιστα
      γενική των ξεκούρντιστων των ξεκούρντιστων των ξεκούρντιστων
    αιτιατική τους ξεκούρντιστους τις ξεκούρντιστες τα ξεκούρντιστα
     κλητική ξεκούρντιστοι ξεκούρντιστες ξεκούρντιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκούρντιστος < ξεκουρντίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεκούρντιστος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία