Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκούρντιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεκούρντιστ
ος
η
ξεκούρντιστ
η
το
ξεκούρντιστ
ο
γενική
του
ξεκούρντιστ
ου
της
ξεκούρντιστ
ης
του
ξεκούρντιστ
ου
αιτιατική
τον
ξεκούρντιστ
ο
την
ξεκούρντιστ
η
το
ξεκούρντιστ
ο
κλητική
ξεκούρντιστ
ε
ξεκούρντιστ
η
ξεκούρντιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεκούρντιστ
οι
οι
ξεκούρντιστ
ες
τα
ξεκούρντιστ
α
γενική
των
ξεκούρντιστ
ων
των
ξεκούρντιστ
ων
των
ξεκούρντιστ
ων
αιτιατική
τους
ξεκούρντιστ
ους
τις
ξεκούρντιστ
ες
τα
ξεκούρντιστ
α
κλητική
ξεκούρντιστ
οι
ξεκούρντιστ
ες
ξεκούρντιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεκούρντιστος
<
ξεκουρντίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ξεκούρντιστος
άλλη μορφή
του
ξεκούρδιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεκούρντιστος
→
δείτε
τη λέξη
ξεκούρδιστος