ξεκούρδιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεκούρδιστος < ξεκουρδίζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαξεκούρδιστος, -η, -ο
- (μουσική) που έχει ξεκουρδιστεί
- (μεταφορικά) που δεν λειτουργεί κανονικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεκούρδιστος
|