↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκούρδιστος η ξεκούρδιστη το ξεκούρδιστο
      γενική του ξεκούρδιστου της ξεκούρδιστης του ξεκούρδιστου
    αιτιατική τον ξεκούρδιστο την ξεκούρδιστη το ξεκούρδιστο
     κλητική ξεκούρδιστε ξεκούρδιστη ξεκούρδιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκούρδιστοι οι ξεκούρδιστες τα ξεκούρδιστα
      γενική των ξεκούρδιστων των ξεκούρδιστων των ξεκούρδιστων
    αιτιατική τους ξεκούρδιστους τις ξεκούρδιστες τα ξεκούρδιστα
     κλητική ξεκούρδιστοι ξεκούρδιστες ξεκούρδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκούρδιστος < ξεκουρδίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεκούρδιστος, -η, -ο

  1. (μουσική) που έχει ξεκουρδιστεί
  2. (μεταφορικά) που δεν λειτουργεί κανονικά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία