ξεκουρδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαξεκουρδίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ξεκουρδίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεκουρδίζομαι | ξεκουρδιζόμουν(α) | θα ξεκουρδίζομαι | να ξεκουρδίζομαι | ||
β' ενικ. | ξεκουρδίζεσαι | ξεκουρδιζόσουν(α) | θα ξεκουρδίζεσαι | να ξεκουρδίζεσαι | (ξεκουρδίζου) | |
γ' ενικ. | ξεκουρδίζεται | ξεκουρδιζόταν(ε) | θα ξεκουρδίζεται | να ξεκουρδίζεται | ||
α' πληθ. | ξεκουρδιζόμαστε | ξεκουρδιζόμαστε ξεκουρδιζόμασταν |
θα ξεκουρδιζόμαστε | να ξεκουρδιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεκουρδίζεστε | ξεκουρδιζόσαστε ξεκουρδιζόσασταν |
θα ξεκουρδίζεστε | να ξεκουρδίζεστε | (ξεκουρδίζεστε) | |
γ' πληθ. | ξεκουρδίζονται | ξεκουρδίζονταν ξεκουρδιζόντουσαν |
θα ξεκουρδίζονται | να ξεκουρδίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεκουρδίστηκα | θα ξεκουρδιστώ | να ξεκουρδιστώ | ξεκουρδιστεί | ||
β' ενικ. | ξεκουρδίστηκες | θα ξεκουρδιστείς | να ξεκουρδιστείς | ξεκουρδίσου | ||
γ' ενικ. | ξεκουρδίστηκε | θα ξεκουρδιστεί | να ξεκουρδιστεί | |||
α' πληθ. | ξεκουρδιστήκαμε | θα ξεκουρδιστούμε | να ξεκουρδιστούμε | |||
β' πληθ. | ξεκουρδιστήκατε | θα ξεκουρδιστείτε | να ξεκουρδιστείτε | ξεκουρδιστείτε | ||
γ' πληθ. | ξεκουρδίστηκαν ξεκουρδιστήκαν(ε) |
θα ξεκουρδιστούν(ε) | να ξεκουρδιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεκουρδιστεί | είχα ξεκουρδιστεί | θα έχω ξεκουρδιστεί | να έχω ξεκουρδιστεί | ξεκουρδισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεκουρδιστεί | είχες ξεκουρδιστεί | θα έχεις ξεκουρδιστεί | να έχεις ξεκουρδιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεκουρδιστεί | είχε ξεκουρδιστεί | θα έχει ξεκουρδιστεί | να έχει ξεκουρδιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεκουρδιστεί | είχαμε ξεκουρδιστεί | θα έχουμε ξεκουρδιστεί | να έχουμε ξεκουρδιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεκουρδιστεί | είχατε ξεκουρδιστεί | θα έχετε ξεκουρδιστεί | να έχετε ξεκουρδιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεκουρδιστεί | είχαν ξεκουρδιστεί | θα έχουν ξεκουρδιστεί | να έχουν ξεκουρδιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεκουρδίζομαι
|