δυσαρμονικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσαρμονικά < δυσαρμονικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.saɾ.mo.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σαρ‐μο‐νι‐κά
Επίρρημα επεξεργασία
δυσαρμονικά
- με δυσαρμονικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δυσαρμονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυσαρμονικό, ουδέτερο του δυσαρμονικός