Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμόνικα οι αρμόνικες
      γενική της αρμόνικας
    αιτιατική την αρμόνικα τις αρμόνικες
     κλητική αρμόνικα αρμόνικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αρμόνικα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμόνικα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾˈmo.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐μό‐νι‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμόνικα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο)[1][4] φυσαρμόνικα
  2. (μουσικό όργανο)[2] μικρό όργανο με μεταλλικά γλωσσίδια που παράγουν ήχο με διάφορα μέσα όπως με αέρα η φυσαρμόνικα, ή το ακορντεόν
    → δείτε και τη λέξη αρμόνιο
  3. (μουσικό όργανο) [4] μουσικό όργανο με σειρά γυάλινων ποτηριών που παράγουν με την τριβή των δακτύλων διαφορετικούς ήχους, ανάλογα με το νερό που περιέχουν [5]
  4. (μέρος οργάνου) [4] ξύλινος σωλήνας μεγάλου εκκλησιαστικού οργάνου που βρίσκεται κοντά στο πόδειο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 αρμόνικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 αρμόνικα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. s.v. αρμονία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  5. Βλ. και τη σημείωση στη λέξη 'ευφώνιο'