Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. ύφος, (μεταφορικά) χροιά, (κάποιες φορές) υπαινιγμός
  2. συντονισμένος παράγωγος ήχος (όχι αναγκαστικά αρμονική = ακέραιο πολλαπλάσιο της θεμέλιας συχνότητας)