ξιφοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ξιφοφόρος | το | ξιφοφόρο | ||
γενική | του/της | ξιφοφόρου | του | ξιφοφόρου | ||
αιτιατική | τον/την | ξιφοφόρο | το | ξιφοφόρο | ||
κλητική | ξιφοφόρε | ξιφοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ξιφοφόροι | τα | ξιφοφόρα | ||
γενική | των | ξιφοφόρων | των | ξιφοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | ξιφοφόρους | τα | ξιφοφόρα | ||
κλητική | ξιφοφόροι | ξιφοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξιφοφόρος, -ος, -ο
- που φέρει ξίφος, που είναι οπλισμένος με ξίφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξιφοφόρος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξιφοφόρος αρσενικό
- το ψάρι Xiphophorus hellerii