Δείτε επίσης: Kılıç, Kilic

  Ετυμολογία

επεξεργασία
kılıç < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قلج‎‎ (kılıc) < πρωτοτουρκική *kïlï̄č‎‎ (σπαθί). Πρβ. αζεριανή γλώσσα qılınc (κυριλ. γραφή: гылынҹ), γιακουτική γλώσσα кылыс (kılıs), καζακική γλώσσα қылыш (qylyş), γλώσσα ούρντου قىلىچ‎ (qilich), ουζμπεκική γλώσσα qilich (κυριλ. γραφή: қилич [qilich] ), γλώσσα σορ қылыш (qılış) και ταταρική γλώσσα кылыч (qılıç)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɯˈɫɯt͡ʃ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kı‐lıç

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kılıç (tr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • kılıç στην τουρκική Βικιπαίδεια