Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάσγανο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάσγανο ουδέτερο

  • ομηρική λέξη που σημαίνει ξίφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία