διασπαθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιασπαθίζω
- κατασπαταλώ, ξοδεύω χωρίς λογικούς περιορισμούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασπαθίζω | διασπάθιζα | θα διασπαθίζω | να διασπαθίζω | διασπαθίζοντας | |
β' ενικ. | διασπαθίζεις | διασπάθιζες | θα διασπαθίζεις | να διασπαθίζεις | διασπάθιζε | |
γ' ενικ. | διασπαθίζει | διασπάθιζε | θα διασπαθίζει | να διασπαθίζει | ||
α' πληθ. | διασπαθίζουμε | διασπαθίζαμε | θα διασπαθίζουμε | να διασπαθίζουμε | ||
β' πληθ. | διασπαθίζετε | διασπαθίζατε | θα διασπαθίζετε | να διασπαθίζετε | διασπαθίζετε | |
γ' πληθ. | διασπαθίζουν(ε) | διασπάθιζαν διασπαθίζαν(ε) |
θα διασπαθίζουν(ε) | να διασπαθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασπάθισα | θα διασπαθίσω | να διασπαθίσω | διασπαθίσει | ||
β' ενικ. | διασπάθισες | θα διασπαθίσεις | να διασπαθίσεις | διασπάθισε | ||
γ' ενικ. | διασπάθισε | θα διασπαθίσει | να διασπαθίσει | |||
α' πληθ. | διασπαθίσαμε | θα διασπαθίσουμε | να διασπαθίσουμε | |||
β' πληθ. | διασπαθίσατε | θα διασπαθίσετε | να διασπαθίσετε | διασπαθίστε | ||
γ' πληθ. | διασπάθισαν διασπαθίσαν(ε) |
θα διασπαθίσουν(ε) | να διασπαθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασπαθίσει | είχα διασπαθίσει | θα έχω διασπαθίσει | να έχω διασπαθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασπαθίσει | είχες διασπαθίσει | θα έχεις διασπαθίσει | να έχεις διασπαθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διασπαθίσει | είχε διασπαθίσει | θα έχει διασπαθίσει | να έχει διασπαθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασπαθίσει | είχαμε διασπαθίσει | θα έχουμε διασπαθίσει | να έχουμε διασπαθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασπαθίσει | είχατε διασπαθίσει | θα έχετε διασπαθίσει | να έχετε διασπαθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διασπαθίσει | είχαν διασπαθίσει | θα έχουν διασπαθίσει | να έχουν διασπαθίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διασπαθίζω
|