διασπάθιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διασπάθιση | οι | διασπαθίσεις |
γενική | της | διασπάθισης* | των | διασπαθίσεων |
αιτιατική | τη | διασπάθιση | τις | διασπαθίσεις |
κλητική | διασπάθιση | διασπαθίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασπαθίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διασπάθιση < διασπαθί(ζω} + -σις > -ση [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈspa.θi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σπά‐θι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασπάθιση θηλυκό
- η κατασπατάληση, η αλόγιστη δαπάνη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διασπάθιση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διασπάθιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας