σπαθωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπαθωτός | η | σπαθωτή | το | σπαθωτό |
γενική | του | σπαθωτού | της | σπαθωτής | του | σπαθωτού |
αιτιατική | τον | σπαθωτό | τη | σπαθωτή | το | σπαθωτό |
κλητική | σπαθωτέ | σπαθωτή | σπαθωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπαθωτοί | οι | σπαθωτές | τα | σπαθωτά |
γενική | των | σπαθωτών | των | σπαθωτών | των | σπαθωτών |
αιτιατική | τους | σπαθωτούς | τις | σπαθωτές | τα | σπαθωτά |
κλητική | σπαθωτοί | σπαθωτές | σπαθωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασπαθωτός, -ή, -ό
- που έχει σχήμα σπαθιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπαθωτός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπαθωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σπάθη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.