Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθόσεγα οι σπαθόσεγες
      γενική της σπαθόσεγας των σπαθόσεγων
    αιτιατική τη σπαθόσεγα τις σπαθόσεγες
     κλητική σπαθόσεγα σπαθόσεγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χρήση σπαθόσεγας από άνδρα της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαθόσεγα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sabre saw.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε σπαθ(ί) + -ό- + σέγα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπαθόσεγα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία