σπαθόσεγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπαθόσεγα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sabre saw.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε σπαθ(ί) + -ό- + σέγα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπαθόσεγα θηλυκό
- ηλεκτρικό εργαλείο με πριονωτή λάμα για κοπή αντικειμένων από διάφορα υλικά, όπως ξύλο, μέταλλο, πλαστικό