ξεσπάθωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσπάθωμα < ξεσπαθώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεσπάθωμα ουδέτερο
- το να βγάζει κάποιος το σπαθί από το θηκάρι
- το να υπερασπίζεται κάποιος με ζήλο μία αρχή ή το συμφέρον του ή έναν άλλον άνθρωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσπάθωμα
|