πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουσείο τα μουσεία
      γενική του μουσείου των μουσείων
    αιτιατική το μουσείο τα μουσεία
     κλητική μουσείο μουσεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μουσείο ουδέτερο

  • χώρος όπου εκτίθενται αντικείμενα ιστορικής ή καλλιτεχνικής ή γενικότερα μορφωτικής αξίας
Αρχαιολογικό Μουσείο, Ιστορικό Μουσείο, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία